Wednesday 10 June 2009

Όροι και Ορισμοί


Ακολουθεί ένα χρήσιμο γλωσσάριο με όρους και ορισμούς που συνθέτουν τη μεταμοσχευτική διαδικασία.



Μεταμόσχευση (transplant, transplantation)
Σημαίνει εμφύτευση ενός ιστού ή οργάνου, που καλείται μόσχευμα (graft) και που αναλαμβάνει τη λειτουργία του αντίστοιχου ανεπαρκούντος οργάνου. Αυτό γίνεται με ή χωρίς αφαίρεση του νοσούντος οργάνου.
Ορθοτοπική Μεταμόσχευση
Καλείται η αφαίρεση του πάσχοντος οργάνου και η αντικατάσταση του στην ίδια θέση, με το μόσχευμα, που έχει φυσιολογική λειτουργία.
Ετεροτοπική Μεταμόσχευση
Είναι η μεταμόσχευση κατά την οποία το μόσχευμα τοποθετείται σε άλλη θέση εντός του σώματος, εκτός της φυσικής του θέσης.
Μόσχευμα (graft)
Είναι ο ιστός ή το όργανο, το οποίο εμφυτεύεται στο λήπτη.
Είδη Μοσχευμάτων
Ανάλογα με τη γενετική σχέση μεταξύ του δότη και του λήπτη, διακρίνονται 3 είδη μοσχευμάτων :
α) Αυτομοσχεύματα (autografts)
Αυτά προέρχονται από το ίδιο άτομο, π.χ. δερματικά μοσχεύματα, οστικά μοσχεύματα
β) Αλλομοσχεύματα (allografts, Homografts)
Όταν ο δότης και ο λήπτης του μοσχεύματος είναι γενετικά διαφορετικοί αλλά ανήκουν στο ίδιο ζωικό είδος, π.χ. μόσχευμα από άνθρωπο σε άνθρωπο
γ) Ξενομοσχεύματα (xenografts)
Όταν ο δότης και ο λήπτης είναι άτομα προερχόμενα από διαφορετικό ζωϊκό είδος, π.χ. μόσχευμα προερχόμενο από βαβουίνο σε άνθρωπο.
Ιστοσυμβατότητα (histocompatibility)
Σύστημα ιστοσυμβατότητας, θεωρούμε εξ ορισμού, πρωτεϊνικές ομάδες εντοπισμένες πάνω στις μεμβράνες των εμπύρηνων κυττάρων των θηλαστικών που καθορίζουν την αντιγονική τους έκφραση. Τα αντιγόνα αυτά (Human Leucocyte Antigen-HLA) κληρονομούνται με τη μορφή απλοτύπου από κάθε γονέα.
Ανοχή (tolerance)
Είναι ανοσοβιολογικό φαινόμενο, που αφορά σε φυσική ή επίκτητη αδυναμία του οργανισμού να αντιδρά στην παρουσία συγκεκριμένου αντιγόνου. Έτσι, ο ξενιστής (οργανισμός του λήπτη) δέχεται το μόσχευμα, χωρίς να δημιουργεί αντίδραση απόρριψης.
Απόρριψη (rejection)
Πρόκειται για πολύπλοκη ανοσοβιολογική διεργασία, κατά την οποία επέρχεται ιστική βλάβη και νέκρωση του μοσχεύματος, όταν δεν υπάρχει φυσική ή χημική (φαρμακευτική) ανοχή. Αυτό συμβαίνει, διότι ο ξενιστής (οργανισμός του λήπτη) δεν συμβιβάζεται, κατά κάποιο τρόπο, με την παρουσία του μοσχεύματος (ξένου σώματος).
Η απόρριψη αποτελεί τη σοβαρότερη επιπλοκή κάθε μεταμόσχευσης.
Η απόρριψη, ανάλογα με το χρόνο εμφάνισης της, διακρίνεται σε υπεροξεία, οξεία και χρόνια.
α) Υπεροξεία απόρριψη (hyperacute rejection)
Εμφανίζεται λίγα λεπτά ή ώρες μετά τη μεταμόσχευση και προκαλεί εντονότατες κλινικές εκδηλώσεις.
β) Οξεία απόρριψη (acute rejection)
Παρατηρείται λίγες εβδομάδες ή μήνες μετά από τη μεταμόσχευση, αλλά και ανεξαρτήτως χρόνου μπορεί να επιπλέξει την πορεία μιας μεταμόσχευσης και να διαταράξει όχι μόνον την ομαλή λειτουργία του μεταμοσχευμένου οργάνου, αλλά και να συνοδεύεται και από συστηματικές εκδηλώσεις.
γ) Χρόνια απόρριψη (chronic rejection)
Εμφανίζεται μερικούς μήνες ή χρόνια μετά τη μεταμόσχευση. Είναι ύπουλη διεργασία που καταστρέφει προοδευτικά το μόσχευμα.
Οι διάφορες μορφές απόρριψης διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το βιολογικό μηχανισμό επέλευσης. Υπό αυτή την έννοια διακρίνονται σε α)κυτταρική απόρριψη και β)απόρριψη μέσω αντισωμάτων. Το μόσχευμα εμφανίζει ιδιαίτερη ιστολογική εικόνα σε κάθε περίπτωση.
Ανοσοκατασταλτική θεραπεία (immunosuppressive therapy)
Η εμφάνιση απόρριψης του μοσχεύματος προλαμβάνεται ή αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση ανοσοκατασταλτικής θεραπείας (δηλαδή, διαφόρων παραγόντων που σταματούν το φυσικό μηχανισμό άμυνας του οργανισμού του λήπτη να επιτίθεται εναντίον του μοσχεύματος). Η ανοσοκατασταλτική αγωγή χορηγείται ισοβίως, μετά από κάθε μεταμόσχευση. Αυτή ρυθμίζεται έτσι ώστε, αφενός μεν να είναι επαρκείς για την ανατροπή της απόρριψης, αφετέρου δε να μην είναι υπερβολική και προκαλεί ανεπιθύμητες επιδράσεις, όπως λοιμώξεις, νεοπλασίες και τοξικότητα από τα διάφορα όργανα (νεφροτοξικότητα, νευροτοξικότητα, λευκοπενία, θρομβοπενία κ.λ.π.). Οι ανεπιθύμητες αυτές επιδράσεις ευθύνονται σημαντικά για τη νοσηρότητα και θνητότητα των ασθενών μετά τη μεταμόσχευση.
Δότης (donor)
Αυτός που προσφέρει το μόσχευμα.
Πτωματικός δότης (cadaveric donor)
Πρόκειται για άτομο με διαγνωσμένο εγκεφαλικό θάνατο, που ήδη νοσηλεύεται σε ΜΕΘ, βρίσκεται υπό μηχανική υποστήριξη της αναπνοής και άμεση παρακολούθηση και υποστήριξη της αιμοδυναμικής και μεταβολικής τους κατάστασης, μέχρις ότου ληφθεί η απόφαση για δωρεά των οργάνων.
Ζώντας συγγενής δότης (living related donor)
Είναι μέλος της ίδιας οικογένειας ιστοσυμβατός με το λήπτη, που προσφέρει για μεταμόσχευση το ένα όργανο (π.χ. το ένα νεφρό) ή τμήμα ενός οργάνου (π.χ. την ουρά του παγκρέατος ή τον ένα λοβό του ήπατος ή λοβό πνεύμονος) ή άλλο ιστό (π.χ. μυελό των οστών). Οι ιδανικότεροι συγγενείς δότες είναι οι πανομοιότυποι δίδυμοι.
Ζώντας μη συγγενής δότης (living unrelated donor)
Η δωρεά οργάνου ή ιστού από μη συγγενή ζωντανό δότη γίνεται από άτομα που είτε έχουν συναισθηματική σχέση ή συγγένεια εξ αγχιστείας (π.χ. σύζυγοι) ή απλή γνωριμία με τον υποψήφιο λήπτη ή μπορεί να μη τον γνωρίζουν καθόλου, αλλά έχουν δηλώσει στα αρμόδια Εθνικά Κέντρα, ότι επιθυμούν να είναι δωρητές ιστού (π.χ. μυελού των οστών).
Δωρητής οργάνων
Είναι εκείνος που, όντας στη ζωή, δηλώνει ότι επιθυμεί να δωρίσει, το/τα όργανα του για μεταμόσχευση, μετά το θάνατό του. Επίσης, μπορεί να δωρίσει κανείς, όντας στη ζωή, μυελό των οστών ή τον ένα νεφρό του ή τμήμα του παγκρέατος ή ένα λοβό του ήπατος (μεταμοσχεύσεις από ζωντανό δότη).
Χρόνος θερμής ισχαιμίας (warm ischemia time)
Αν και η χρονική διάρκεια, κατά την οποία τα όργανα παραμένουν με ανεπαρκή αιμάτωση πριν από τη μόνιμη καρδιοπνευμονική παύση, καθώς και ο χρόνος που απαιτείται για τη ψύξη των οργάνων, κατά την αφαίρεση τους από το σώμα του δότη, αντιστοιχούν σε ισχαιμική περίοδο, ωστόσο ως χρόνος θερμής ισχαιμίας στην πράξη χαρακτηρίζεται ο χρόνος που μεσολαβεί από τη στιγμή που το μόσχευμα εξάγεται από το δοχείο συντήρησης (ψύξη και υγρό συντήρησης) μέχρι τη συμπλήρωση των αγγειακών ανοστομώσεων και επαναιμάτωση του μοσχεύματος μέσα στο σώμα του λήπτη.
Χρόνος ψυχρής ισχαιμίας (cold ischemia time)
Είναι ο χρόνος, κατά τον οποίο το μόσχευμα στερείται αιμάτωσης και διατηρείται μόνον με τη ψύξη και το διάλυμα συντήρησης. Ο κρίσιμος αυτός χρόνος είναι καθοριστικός παράγοντας για τη λειτουργία του μοσχεύματος και την έκβαση της μεταμόσχευσης. Έχει παρατηρηθεί ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος ψυχρής ισχαιμίας, πάνω από ένα συγκεκριμένο για κάθε όργανο χρονικό όριο, τόσο υψηλότερο είναι και το ποσοστό πρωτοπαθούς δυσλειτουργίας του μοσχεύματος μετά τη μεταμόσχευση (primary non-function). Ως έναρξη του χρόνου ψυχρής ισχαιμίας λαμβάνεται η χρονική στιγμή του αποκλεισμού της αορτής του δότη, κατά τη συγκομιδή των οργάνων, και η έναρξη έγχυσης του ψυχρού διαλύματος συντήρησης των μοσχευμάτων.
Εγκεφαλικός θάνατος (brain death)
Είναι η κατάσταση της μη αναστρέψιμης βλάβης του εγκεφάλου, με απώλεια όλων των λειτουργιών του εγκεφαλικού στελέχους (brain stem death), που από επιστημονική, ηθική και νομική άποψη είναι αποδεκτή σαν θάνατος του ανθρώπου.
Εγκεφαλικό στέλεχος (brain stem)
Είναι το τμήμα του κεντρικού νευρικού συστήματος που συνδέει τα εγκεφαλικά ημισφαίρια με τον νωτιαίο μυελό και στον οποίο εδράζουν, μεταξύ άλλων, τα κέντρα της αναπνοής και της κυκλοφορίας του αίματος.
Μη αναστρέψιμη κατάσταση
Αναγνωρίζεται όταν :
α) η αιτία του κώματος είναι τεκμηριωμένη και ικανή να δικαιολογήσει την απώλεια των εγκεφαλικών λειτουργιών,
β) η δυνατότητα ανάνηψης οποιασδήποτε εγκεφαλικής λειτουργίας έχει αποκλεισθεί
γ) η παύση όλων των εγκεφαλικών λειτουργιών παραμένει για το χρονικό διάστημα παρατήρησης ή θεραπευτικής προσπάθειας.
Λήπτης (recipient)
Αυτός που λαμβάνει το μόσχευμα.

Πηγή:
1.
Γεωργία Γερολούκα-Κωστοπαναγιώτου, Δώτης Οργάνων, Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης, Αθήνα 2002.
2. Εθνικός Οργανισμός Μεταμοσχεύσεων, www.eom.gr

Related Posts :



No comments: